- ρίγωμα
- και ρήγωμα, το, Ν [ριγώνω / ρηγώνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ριγώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρήγωμα — το, Ν βλ. ρίγωμα … Dictionary of Greek
ριγωματιά — η, Ν [ρίγωμα, ατος] ευθεία γραμμή χαραγμένη με κανόνα, δηλαδή με χάρακα … Dictionary of Greek
χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… … Dictionary of Greek
χαράκωση — η / χαράκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαρακῶ, ώνω] κατασκευή χαρακώματος κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, περιχαράκωση νεοελλ. χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα μσν. αρχ. πρόσδεση κλήματος σε χάρακα, σε πάσσαλο στήριξης αρχ. φράχτης από αιχμηρούς… … Dictionary of Greek
ριγώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω ίσιες γραμμές με ρίγα, χαρακώνω:Τον παρακάλεσε να του ριγώσει μια μεγάλη κόλλα. Ουσ. ρίγωμα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριγώνω, χαράκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάραξη — η 1. η πράξη του χαράζω, εντομή, χάραγμα. 2. ρίγωμα, χαράκωμα, γραφή ευθειών γραμμών με το χάρακα. 3. η σήμανση πάνω στο έδαφος και ο καθορισμός δρόμου ή άλλου έργου που πρόκειται να κατασκευαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαράκωμα — το, ατος 1. τόπος φραγμένος με παλούκια. 2. οχύρωμα πρόχειρο αμυντικό. 3. ρίγωμα, η χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια με το χάρακα. 4. χαραγή αμπελιού. 5. τάφρος κατάλληλα φτιαγμένη για τη βολή των όπλων του πεζικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)